- θίγμα
- θίγμα, τὸ (Α) [θιγγάνω]1. θίγημα, ελαφρό άγγιγμα2. (κατά τον Ησύχ.) «μίασμα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θιγμάτων — θίγμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… … Dictionary of Greek
θιγμοναστία — η (θιολ.) κίνηση ενός φυτικού οργάνου, π.χ. οι κάμψεις των ελίκων τού αμπελιού, ως απόκριση σε μηχανικό ερέθισμα που προέρχεται από την επαφή με στερεό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. thigmonastie < thigmo (πρβλ. θίγμα) +… … Dictionary of Greek
θιγμοτακτισμός — ο βιολ. (για ασπόνδυλα ζώα, κυρίως βλεφαριδοφόρους οργανισμούς) ερεθισμός τού ζώου κατά την επαφή του με μια στερεή επιφάνεια, που επιφέρει ακινητοποίηση τού ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thigmotaxis < thigmo (πρβλ. θίγμα) + taxis… … Dictionary of Greek
θιγμοτροπισμός — ο βιολ. τάση των οργάνων μερικών φυτών να αντιδρούν με κάμψεις ή περιελίξεις κατά την περίοδο τής αύξησης τους, όταν έλθουν σε μονόπλευρη επαφή με ένα στερεό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thigmotropism < thigmo (πρβλ. θίγμα) … Dictionary of Greek
θιγμότριχα — τα ζωολ. τάξη ολότριχων βλεφαριδοφόρων πρωτόζωων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thigmotricha < thigmo (πρβλ. θίγμα) + tricha (πρβλ. τριχος < θριξ, τριχός)] … Dictionary of Greek